- βιζαβί
- επίρρ. (λ. γαλλ.), απέναντι, αντίκρυ: Καθίσαμε στο τραπέζι βιζαβί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιζαβί — επίρρ. έναντι, απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. vis a vis «απέναντι»] … Dictionary of Greek